- ακρεβάτωτος
- -η, -ο [κρεβατώνω]1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν κρεβατώθηκε, δεν έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι2. (για αμπέλια) αυτός που δεν τοποθετήθηκε, δεν στηρίχθηκε σε κρεβατίνα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρεβάτιαστος — ακρεβάτιαστος, η, ο και ακρεβάτωτος, η, ο αυτός που δεν έπεσε στο κρεβάτι μολονότι άρρωστος: Πέρασα τη γρίπη ακρεβάτωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)